- ποτίρριον
- τὸ, Αβλ. ποτήρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτίρριον — goat s thorn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… … Dictionary of Greek